- επίστεγον
- το мор. полуют
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρινάνθεμον — κρινάνθεμον, τὸ (Α) 1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών 2. το φυτό ημεροκαλλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον] … Dictionary of Greek